-
1 γραῖα
A old woman, Od.1.438, S.Tr. 870, E.Tr. 465, al.: as Adj., γραῖαι δαίμονες, of the Eumenides, A.Eu. 150 (lyr.), cf. 69.2 as Adj., of things, old,γραίας ἐρείκης Id.Ag. 295
;γραίας ἀκάνθης S.Fr. 868
;γραῖαν ὠλένην E. Ion 1213
;γραίᾳ χερί Id.Hec. 877
;γραιᾶν πηρᾶν Theoc.15.19
; raisins,AP
6.231 (Phil.).3 Γραῖαι, αἱ, the Graiae, with hair grey from their birth, Hes.Th. 270, prob. in A.Fr. 262.II = γραῦς 11, scum or skin which forms over boiled milk, etc., Arist.Pr. 893b32.V = κάρδοπος, Hsch.
См. также в других словарях:
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek